πεσσευτήριον

πεσσευτήριον
τὸ, ΜΑ
1. το ξύλινο αβάκιο επάνω στο οποίο τοποθετούσαν τους πεσσούς
2. αιγυπτιακός αστρονομικός πίνακας χωρισμένος σε τετράγωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσεύω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεττευτηρίου — πεσσευτηρίου , πεσσευτήριον astronomical table neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”